- αλληλεπιδρώ
- (α) αμετ. взаимодействовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλληλεπιδρώ — ( αω) ασκώ επίδραση σε κάποιον και δέχομαι επίδραση απ’ αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + επιδρώ] … Dictionary of Greek